Από: stilpon.blogspot.com
Του Κων/νου Σπίνου
Ο Αγώνας για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, κατά την επανάσταση του 1821, θα κρινόταν σε δυο επίπεδα. Το ένα ήταν το στρατιωτικό και το άλλο το διπλωματικό. Τα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής επαναστάσεως μαζί με τα διπλωματικά από κοινού καθόρισαν την τύχη της. Και τούτο γιατί τα μεν εξαρτώντο από τα δε.
Πράγματι το κλίμα κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως ήταν...
... τελείως αρνητικό. Δεν θα μπορούσε η Ιερή Συμμαχία, η οποία στρεφόταν κατά των επαναστάσεων, να αποδεχθεί ένα αγώνα που θα αποτελούσε την αρχή μιας σειράς αλυσιδωτών εκρήξεων στο χώρο της Ευρώπης και όχι μόνο. Κάθε χώρα της Iεράς Συμμαχίας επιθυμούσε την διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Η Αυστρία καταδυνάστευε ξένους λαούς, έχοντας στην κατοχή της την Ουγγαρία καθώς και ιταλικά και σλαβικά εδάφη. Η επανάσταση των Ελλήνων αποτελούσε επομένως επικίνδυνο παράδειγμα, διότι θα μπορούσε να προκαλέσει εξεγέρσεις στους λαούς που δυνάστευε. Ο Μέττερνιχ επίσης ανησυχούσε για την εκμετάλλευση της ελληνικής εξεγέρσεως από τους Ρώσους, εφ’ όσον αυτοί είχαν συμφέροντα στην βαλκανική και στο ευρύτερο μεσογειακό χώρο τον οποίο ήθελαν να επηρεάζουν.
Και οι Γάλλοι εφοβούντο τους Ρώσους. Αλλά και οι Ρώσοι δεν ήσαν διατεθειμένοι να βοηθήσουν στην δημιουργία ενός ισχυρού ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, παρόλο που υπήρχε προαιώνια έχθρα μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, επειδή εφοβούντο μήπως προκαλέσουν την διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και έτσι προωθηθούν οι αγγλογάλοι στα νότια της Ρωσίας.
Και βέβαια, κυρίως για την Αγγλία επεβάλλετο η διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διότι η παρουσία του σουλτάνου ήταν γι’ αυτούς εγγύηση ότι τα στενά θα έμεναν κλειστά για τους Ρώσους. Ένας Άγγλος ιστορικός ο C. W. Crawley έλεγε ότι «οι Άγγλοι υπήρξαν για τρεις γενιές φιλότουρκοι, μόνο και μόνο επειδή μισούσαν τους Ρώσους».
Έτρεμαν βεβαίως και την πιθανή αναβίωση του γαλλικού κινδύνου, χωρίς να ξεχνούν ότι για αυτούς (τους Άγγλους) η Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν μια πρόσφορη, κοντινή και οικονομικώς εκμεταλλεύσιμη χώρα, ενώ μια ελεύθερη Ελλάδα θα ήταν μια ισχυρή ναυτική δύναμη, που θα ήταν επικίνδυνη για τα αγγλικά οικονομικά συμφέροντα.
Για όλους αυτούς τους λόγους δεν επιθυμούσε η Ιερά συμμαχία τον ελληνικό αγώνα. Πώς όμως άλλαξε γνώμη; Μα με τον ίδιο τον ελληνικό αγώνα. Στα δύο πρώτα χρόνια της επαναστάσεως οι Τούρκοι απέτυχαν να την καταστείλουν. Η αποτυχία στα Βρυσάκια και τα Βασιλικά κατά το 1821 αλλά και η καταστροφή του Δράμαλη κατά το 1822 ήσαν γεγονότα ικανά να βάλουν σε σκέψεις οποιονδήποτε νοήμονα ηγέτη. Και τέτοιος ήταν ο George Canning.
Αυτός έκαμε την εξής απλή σκέψη. Η κραταιά, υποτίθεται, Οθωμανική αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να υποτάξει μια χούφτα Έλληνες. Θα μπορούσε επομένως να νικήσει μία Ρωσία που όποια ώρα ήθελε μπορούσε να υποτάξει τους Τούρκους; Η απάντηση στην ρητορική αυτή ερώτηση ήταν όχι. Επομένως ο βασικός λόγος για τον οποίο επιθυμούσε την διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν υφίστατο πλέον.
Αντιθέτως έπρεπε να προλάβει τις εξελίξεις διότι η νικηφόρος Ελλάς ως Ορθόδοξη χώρα θα ήταν πιο εύκολο να «κατακτηθεί» πολιτικά από την ομόδοξή της Ρωσίας. Κάνει λοιπόν το πρώτο βήμα υποστηρίξεως του Ελληνικού αγώνα, προκαλώντας και παρασύροντας μ’ αυτόν τον τρόπο την Ρωσία και την Γαλλία, εξοβελίζοντας από το παιχνίδι την Αυστρία του Μέττερνιχ. Έτσι οι δυνάμεις αυτές ανταγωνίζονται πλέον, ποια θα υποστηρίξει περισσότερο την Ελλάδα, ούτως ώστε να έχει την ευγνωμοσύνη των Ελλήνων.
Είπαμε στην αρχή ότι ο αγώνας για την δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους κατά την επανάσταση του 1821 κρίθηκε σε δύο επίπεδα. Το ένα ήταν το στρατιωτικό και το άλλο διπλωματικό. Τα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής επαναστάσεως μαζί με τα διπλωματικά από κοινού καθόρισαν την τύχη της. Και τούτο γιατί τα μεν εξαρτώντο από τα δε. Από την ανάλυση που κάναμε καταλάβαμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Ούτε η Ελληνική Επανάσταση θα κατέληγε ευνοϊκά για την Ελλάδα, αν δεν είχε την στήριξη και την αναγνώριση των Μεγάλων Δυνάμεων. Αλλά ούτε και οι Μεγάλες Δυνάμεις θα ξεκινούσαν να υποστηρίξουν και να αναγνωρίσουν την Ελληνική Επανάσταση αν αυτή με τις νίκες της δεν είχε δείξει σε όλους ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία δεν ήταν ανίκητη…
Η δυσκολία αναλύσεως ενός τόσο σημαντικού γεγονότος όπως η επανάσταση του 1821 είναι πολύ μεγάλη και πολύπλευρη. Και τούτο διότι οι συνέπειές του υπερβαίνουν κατά πολύ και «το συμβεβηκός» και το «ενδεχόμενον» για να χρησιμοποιήσουμε την Αριστοτελική ορολογία.
Είναι ένα φαινόμενο όχι μόνο πανευρωπαϊκής αλλά παγκοσμίας σημασίας.
Στις αρχές του 19ου αιώνος επικρατούσε μεγάλη σύγχυση ιδεών. Η Γαλλική επανάσταση είχε ήδη γκρεμίσει τα είδωλα. Αλλά η βαθιά επεξεργασία των συναισθημάτων της, που ξεκίνησε από την πνευματική κίνηση του 16ου αιώνος με την αναγέννηση των ανθρωπιστικών σπουδών, βασικοί συντελεστές των οποίων ήσαν οι Έλληνες λόγιοι, οι οποίοι κατέφυγαν στην Δύση. Όλες οι επαναστάσεις αναγκάζονται να υπερτονίσουν την σημασία των ιδανικών, χωρίς να αναζητούν ή και να προβλέπουν τα σκοτεινά τους σημεία, τις επιπτώσεις τους και την πρακτική τους εφαρμογή. Έτσι τα ιδανικά, στερημένα από τον απαραίτητο πραγματισμό καταλήγουν σε αλλόκοτους κενούς μύθους, που ξεσηκώνουν και καθοδηγούν πρόσκαιρα τις μάζες ή επιτρέπουν την εκμετάλλευσή τους από τα ιδιοτελή συμφέροντα, δεν απλώνουν όμως τις ρίζες που είναι απαραίτητες για την δημιουργία μιας νέας κοινωνία, πράγμα που επιδιώκουν αρχικώς οι επαναστάσεις, όσες αληθινά στην κρίση της ιστορίας αξίζουν τον τίτλο αυτό.
Έτσι η γαλλική επανάσταση, ενώ στην αρχή είχε το τρίπτυχο σύνθημα «Ελευθερία – Ισότης – Αδελφότης», το οποίο για αρκετές δεκαετίες χαρακτήρισε τους λαούς, στο τέλος όμως οδήγησε με αργό ρυθμό στην τελική επικράτηση στην δύση μιας μόνο αξίας από αυτό το τρίπτυχο, της ελευθερίας ως πολιτικής πράξεως.
Διότι η ελευθερία ως ιδανικό και, ακόμη, ως διεκδίκηση είναι συνηρτημένη με την φύση και με την ψυχή του ανθρώπου. Κι αυτή όμως η αξία οδήγησε με την εφαρμογή της στην οικονομική ζωή, στην επίταση της κοινωνικής ανισότητας. Και φυσικά στην αυτόματη γένεση των αντιδράσεων, που σφυρηλάτησαν σιγά-σιγά έναν άλλο κυρίαρχο μύθο, συνδεδεμένο, όχι πια με το ιδανικό της ελευθερίας, αλλά με το ιδανικό της ισότητας, ιδανικό εξ’ ίσου συνυφασμένο με την ψυχή του ανθρώπου, καθώς και με τον μύθο της κοινωνικής δικαιοσύνης, ο οποίος υπήρξε σύνθημα μιας άλλης επαναστάσεως του 20ου αιώνος, της Ρωσικής.
Σε μία τέτοια λοιπόν εποχή εργωδών κυοφοριών εξερράγη η Ελληνική επανάσταση. Και απέδειξε κάτι το οποίο είχε λησμονηθεί μετά την πτώση του Ναπολέοντος και την συγκρότηση της ιεράς συμμαχίας.
Και αυτό το κάτι δεν είναι τίποτε άλλο από την αιώνια αλήθεια ότι δεν υπάρχουν ακλόνητα καθεστώτα.
Όσο περισσότερο αυταρχικά είναι τούτα τόσο περισσότερο είναι εύθραυστα.
Κανείς δεν φανταζόταν ότι η Οθωμανική αυτοκρατορία θα ενικάτο από μια φούχτα ραγιάδες. Αλλά οι ραγιάδες αυτοί ήσαν Έλληνες. Και στο τέλος πίστεψαν ότι δεν ήσαν ραγιάδες. Η αρχή «ουκ είθισται τοις Έλλησι προσκυνέειν» πήρε για μια ακόμη φορά σάρκα και οστά…
Και πολλές φορές είχε χάσει μάχες η Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά δεν είχε ηττηθεί. Μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου απείλησε και πάλι την Δύση και διατήρησε την Κύπρο, την οποία είχε σφετερισθεί πριν από λίγο. Και από αυτόν τον σφετερισμό αρχίζουν τα ανιστόρητα βάσανα της Ελληνικής Μεγαλονήσου.
Όλες οι προσπάθειες των Ελλήνων με τις εξεγέρσεις τους αλλά και οι προσπάθειες των δυνάμεων της Δύσεως και της Ρωσίας με τις δολοπλοκίες τους, δεν κατόρθωσαν να γκρεμίσουν τον θρύλο ότι η Τουρκία ήταν μεγάλη δύναμη. Ακόμη και όταν μετά την ήττα της Ναυπάκτου οι Τούρκοι έχασαν την πίστη στην δύναμή τους, η οποία ίσως να είχε κλονισθεί και λίγο ενωρίτερα στις πύλες της Βιέννης, εν τούτοις η πολιτική τους τέχνη και η διπλωματία τους διατηρούσε πάντοτε (και τούτο συμβαίνει μέχρι σήμερα) την επίφαση του μεγαλείου και της ακμής.
Όμως το μεγάλο τραύμα στο σώμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το κατάφεραν οι Έλληνες. Γι αυτόν και μόνο τον λόγο η Ελληνική Επανάσταση είναι γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Υπήρξαν βεβαίως λάθη, αποτέλεσμα των ελαττωμάτων μας τα οποία έθεσαν τον αγώνα σε μεγάλες δυσκολίες. Υπήρξε όμως και το ευρωπαϊκό φιλελληνικό πνεύμα, το οποίο απογείωσε τους αγωνιζόμενους, και οδήγησε στο Ναβαρίνο σε ουσιαστική ανυπακοή των συμμαχικών στόλων στις κυβερνήσεις τους.
Το αποτέλεσμα όμως μένει. Ύστερα από μεγάλους ηρωισμούς, αμέτρητες θυσίες και ολοκαυτώματα ψυχών και σωμάτων η Ελλάς έγινε ελεύθερη. Και ως γνωστόν στην ιστορία όπως και στην ζωή «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», διότι τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος.
Προηγουμένως ανεφέρθη ότι η Ελληνική Επανάσταση υπήρξε ένα ιστορικό γεγονός παγκοσμίου σημασίας και διότι εκλόνισε οριστικά και την πίστη στον μύθο της ακλόνητης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτή πλέον δεν συνήλθε ποτέ για μεγάλο διάστημα ως δύναμη παγκοσμίου σημασίας.
Η Ελλάς όμως δεν καθιερώνεται ως ιστορικής σημασίας γεγονός μόνο γι αυτόν τον λόγο αλλά και για έναν άλλο εξ ίσου σημαντικό. Με την Επανάσταση του 1821 η Ελλάς προσφέρει τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην παγκόσμια ιστορία μία διαφορετική και σημαντική έννοια: Την έννοια του πατριωτισμού.
Στην Αρχαία Ελλάδα η ανεξαρτησία των άστεων ενωρίς άρχισε να μεταβάλλει περιεχόμενο με τις συμπολιτείες, τις συμμαχίες και τους αγώνες για κυριαρχία των Αθηνών και της Σπάρτης. Από τον Μεσαίωνα το συγκεντρωτικό ρεύμα άρχισε με την διαμάχη της Μοναρχίας κατά του φεουδαρχισμού. Με την Γαλλική επανάσταση το ρεύμα εστράφη προς στιγμήν προς τα οπίσω, για να συντεθεί με την κοσμοκρατορία του Βοναπάρτη σε νέα μορφή. Αλλά αυτή η νέα μορφή, η οποία ήταν συγχρόνως δια-σπαστική στην βάση, διότι επεκαλείτο την απελευθέρωση, αλλά και συγκεντρωτική στην κορυφή, διότι ξετύλιγε το όνειρο της κυριαρχίας, στηρίχθηκε για πρώτη φορά στο ιδανικό της ελευθερίας του ανθρώπου, ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, με διακριτικό θεμέλιο την εθνική του ομογένεια. Έτσι δημιουργήθηκε η αρχή των εθνοτήτων, την οποία η ιερά συμμαχία προσπάθησε να χαλιναγωγήσει στηριζόμενη στην έννοια της παθητικής νομιμότητας. Η αρχή των εθνοτήτων κυριάρχησε ολόκληρο τον 19ον αιώνα κυρίως στην Ευρώπη, λαμβάνοντας εν τω μεταξύ διαφορετικό και ουσιαστικότερο περιεχόμενο. Ήταν μία φλόγα ελευθερίας, διότι πλέον το Έθνος γίνεται Πατρίδα. Μια πατρίδα που δένει το παρόν ενός λαού με το παρελθόν του και που αυτό είναι η κινητήρια δύναμη που ωθεί σε κάθε θυσία για το μέλλον.
Επειδή όμως η νέα έννοια ήταν ασαφής, είχε την ανάγκη ενός σημαντικού και απτού παραδείγματος. Αυτό το σημαντικό παράδειγμα, έδωσαν στον κόσμο οι Έλληνες.
Ο πατριωτισμός είναι προνόμιο των λαών εκείνων, που έχουν την δικαιολογημένη συνείδηση ότι πηγάζουν από μία πολυαίωνη ιστορία τη οποία συνεχίζουν. Άλλοι λαοί δημιουργούν εκ των υστέρων μία τέτοια πίστη που τους κεντρίζει στην δημιουργία. Ο Ελληνικός λαός γνωρίζει από την αρχή ότι δεν χρειάζεται να εφεύρει τίποτε εκ των υστέρων διότι έχει παρελθόν και συνεπώς ιστορία, συνδέεται με αυτό το παρελθόν και το συνεχίζει.
Το θεμέλιο του πατριωτισμού είναι η πεποίθηση και το όραμα της μακραίωνης συνεχείας. Οι Έλληνες κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας πίστευαν βαθιά ότι ήσαν συνεχιστές και της βυζαντινής αυτοκρατορίας αλλά και της αρχαίας Ελλάδος. Και τούτο διότι στους χρόνους της τουρκοκρατίας είχε καταστεί κοινή λαϊκή συνείδηση η ιστορική συνέχεια. Η περίοδος της τουρκοκρατίας υπήρξε για την ψυχή και την συνείδηση των Ελλήνων περίοδος δημιουργικά ελληνική, γι αυτό και ο Κοραής την ονόμασε αυτή τους χρόνους αυτούς ως «χρόνους αιχμαλωσίας και όχι δουλείας του Γένους».
«Το ελληνικόν Έθνος», διακήρυξε ο Κοραής το 1803, «δεν εδουλώθη από τους Τούρκους, αλλ’ ευρίσκεται από αιώνων, και προ δηλαδή της πτώσεως της βασιλευούσης, εις εμπόλεμον κατάστασιν με αυτούς. Είναι δηλαδή prisonnier de guerre et non esclave». Σε αυτήν την σημαντική φράση ευρίσκεται ο χαρακτηρισμός των χρόνων της τουρκικής κατακτήσεως.
Και οι Έλληνες και οι άλλοι λαοί υπήρξαν πολλές φορές υπήρξαν λόγω διαφόρων ατυχημάτων αιχμάλωτοι, αλλά όχι πάντοτε δούλοι. Δούλοι υπήρξαν μόνο όσοι δέχθηκαν την μοίρα τους, είτε δεν είχαν την συνείδηση της εθνικής τους συνεχείας, είτε διότι έδωσαν στον πατριωτισμό τους άλλη έννοια, που τους οδήγησε σε υποταγή.
Οι Έλληνες κατά την τουρκοκρατία απέκτησαν την συνείδηση της ιστορικής τους συνέχειας. Γι αυτό ήσαν οι πρώτοι οι οποίοι ανέδειξαν την έννοια του πατριωτισμού. Οι Ευρωπαίοι αργότερα θα κατακτήσουν την μεγάλη αυτή έννοια και θα την συνειδητοποιήσουν με τον ξεσηκωμό μας.
Υπήρξε όμως ένα ακόμη στοιχείο, το οποίο η τουρκοκρατία απεκάλυψε σε συνάρτηση με τον πατριωτισμό, δηλαδή την πεποίθηση στην έννοια της κρατικής υποστάσεως της Ελλάδος. Το στοιχείο αυτό ήταν η έννοια της ενεργού νομιμότητας. Πράγματι οι Έλληνες πίστευαν ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία συνεχιζόταν. Και ότι αντιπρόσωπος του Βυζαντινού Αυτοκράτορος κατ’ εντολήν ήταν η Εκκλησία, ηγέτιδα πλέον του αιχμάλωτου Γένους.
Ουδέποτε η επαναστατημένη Ελλάδα είχε την συνείδηση ότι δημιουργεί «επαναστατικό δίκαιο» με τον αγώνα της για την ανατροπή του υφισταμένου καθεστώτος.
Αντιθέτως η πίστη που διέτρεχε το Έθνος ήταν ότι λυτρώθηκε από την αιχμαλωσία του και επανήλθε στην μακραίωνη νομιμότητα της βυζαντινής παραδόσεώς του. Και απτό παράδειγμα είναι το πρώτο νομοθετικό κείμενο, το αναφερόμενο στην εισαγωγή του δικαίου. Στο σημαντικό διάταγμα του 1835 καθορίζονται ως «ισχύον δίκαιο» οι «νόμοι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων».
Βεβαίως παρόμοιες διατυπώσεις είχαν και τα προσωρινά πολιτεύματα του αγώνος. Η 1η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου εψήφιζε: «αι πολιτικαί και εγκληματικαί διαδικασίαι βάσιν έχουσι τους νόμους των αειμνήστων Χριστιανών ημών Αυτοκρατόρων και τους παρά του βουλευτικού και εκτελεστικού σώματος εκδιδομένους νόμους».
Αλλά και η 2η Εθνοσυνέλευση του Άστρους της Κυνουρίας καθόριζε ότι «κατά μεν τα εγκληματικά και πολιτικά ισχύουσιν οι νόμοι των ημετέρων αειμνήστων Χριστιανών Αυτοκρατόρων της Κωνσταντινουπόλεως».
Η επανάσταση λοιπόν του 1821 μας διδάσκει πολλά. Γι αυτό θα πρέπει όλοι οι Έλληνες από τον ανώτατο άρχοντα μέχρι τον τελευταίο πολίτη να προβαίνουμε σε έλεγχο της συνειδήσεώς μας και να παραθέτουμε την πίστη μας προς την πίστη τους, τον πατριωτισμό μας προς τον πατριωτισμό τους την θέλησή μας για ελευθερία του Γένους και την νομιμότητα της συνεχείας τους προς τα χαρίσματα όλων αυτών των μεγάλων Ελλήνων.
Ο Σολωμός στον «Ύμνο προς την Ελευθερία» τονίζει:
«Ώ τριακόσιοι σηκωθείτε
και ξανάλθετε σ’ εμάς,
τα παιδιά σας θελ’ ειδήτε
πόσο μοιάζουνε με σας!»
Αν όμως θέλουμε να είμαστε συνεπείς με τους αγώνες των προγόνων μας πρέπει να φροντίζουμε η κάθε γενιά να είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Να διδάσκεται όχι μόνο από το κλέος και τις δάφνες του παρελθόντος αλλά και από τα ολισθήματα και τα λάθη.
Και όπως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες θα σκεπτόμαστε «Άμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες».
Οι καιροί ου μενετοί. Η ανθρωπότητα προχωρά με ιλιγγιώδεις ρυθμούς σε ένα άδηλο και κοσμογονικό μέλλον.
Ας μείνουμε, λοιπόν, εμείς αμέτοχοι σε αυτό. Ο Κωστής Παλαμάς είχε δώσει εντολή σε μία άλλη ένδοξη σελίδα του Ελληνισμού, το 1940.
«Αυτό τον λόγο θα σας πω,
δεν έχω άλλον κανένα,
μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του εικοσιένα».
Και τότε μεθύσαμε μ’ αυτό και πετύχαμε το ακατόρθωτο!
Ας διατηρήσουμε λοιπόν αυτές τις αξίες του παρελθόντος και της ιστορίας μας. Είναι οι ρίζες που τρέφουν και διατηρούν ζωντανό τον ελληνισμό σε όλες τις δύσκολες στιγμές της πολυχιλιετούς ιστορίας του.
Κι όπως λέει κι ο ποιητής…
«Μη φοβηθείς το δένδρο που άπλωσε
τις ρίζες του βαθιά στο χώμα…
Κι ας σπάσει το κορμί του ο άνεμος
και τα πυκνά κλαδιά του ακόμα».