ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ agronews.gr ΓΙΑ ΤΟ ΡΑΠΑΝΑΚΙ ΜΕ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΜΕΓΑΡΙΤΗ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ
Μειωµένη ζήτηση, πάνω από 50 % σε σχέση µε πέρσι, παρουσιάζει το ραπανάκι, το οποίο γενικότερα δεν απολαµβάνει µεγάλης ζήτησης σε σύγκριση µε άλλα κηπευτικά, µε εξαίρεση την περίοδο πριν τη Καθαρά ∆ευτέρα.
Όπως δήλωσε στην Agrenda ο Μελέτης Κουστέρης, παραγωγός από τα Μέγαρα, ...
«πέρσι πουλούσα 50 µατσάκια στη λαϊκή, ενώ φέτος µόλις 20». Όπως συµπεραίνει ο παραγωγός, «έχει µειωθεί η ζήτηση, περίπου κατά το ήµισυ σε σχέση µε πέρσι και ακόµα περισσότερο σε σχέση µε πρόπερσι, καθώς οι καταναλωτές δε διαθέτουν χρήµατα ούτε για τα κυριότερα κηπευτικά, όπως το καρότο». Ενδεικτικό είναι, όπως υπογραµµίζει, ότι «τώρα αγοράζουν 2 - 3 καρότα, σε αντίθεση µε παλαιότερα που αγόραζαν ένα κιλό».
Η µειωµένη πλέον ζήτηση σε όλα τα προϊόντα στη λαϊκή είναι έντονα αισθητή στο ραπανάκι, το οποίο ήταν γενικότερα ένα προϊόν µε χαµηλή ζήτηση συγκριτικά µε άλλα είδη. Ως εκ τούτου, καλλιεργούνται λιγότερα στρέµµατα απ’ ό,τι παλαιά, περίπου τα µισά, µε αποτέλεσµα να έχει µειωθεί κατά το ήµισυ και η παραγωγή.
Γενικότερα, οι παραγωγοί του προϊόντος, καλλιεργούν, επίσης, και άλλα είδη, καθώς µόνο µε το ραπανάκι δεν καλύπτουν ούτε τα έξοδά τους. Σύµφωνα µε τον κ. Κουστέρη, «για να καλύψει ο παραγωγός τα έξοδά του µόνο µε το ραπανάκι, πρέπει να εξάγει το προϊόν αφού δεν απορροφάται τόση ποσότητα από την εγχώρια αγορά».
Εξαίρεση αποτελούν οι µέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα, κατά τις οποίες το προϊόν απολαµβάνει πολύ µεγαλύτερης ζήτησης σε σχέση µε τον υπόλοιπο χρόνο, αφού κατά παράδοση καταναλώνεται τότε, όπως και ο ταραµάς, τα φρέσκα κρεµµύδια, τα ωµά θαλασσινά, τα τουρσιά, τα νερόβραστα όσπρια κ. ά.
Συγκεκριµένα, δύο - τρεις µέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα, η ποσότητα του προϊόντος που πωλείται στις λαϊκές είναι πολύ µεγαλύτερη σε σχέση τον υπόλοιπο χρόνο.
Όπως επισηµαίνει ο κ. Κουστέρης, «τώρα στη λαϊκή πουλάµε 20 µατσάκια ραπανάκι, ενώ τις ηµέρες πριν την Καθαρά ∆ευτέρα πουλάµε 300 µατσάκια». Όπως διευκρίνιζει ο παραγωγός, «από 10 κιλά που πουλάµε τώρα, εκείνες τις µέρες η ποσότητα που δίνουµε ανέρχεται στα 50 κιλά ραπανάκι».
Στα 0,50 ευρώ η τιµή του προϊόντος
Επίσης, την Καθαρά ∆ευτέρα αυξάνεται και η τιµή του προϊόντος στη χονδρική. Ειδικότερα, σύµφωνα µε τον κ. Κουστέρη, εκείνες τις µέρες το ραπανάκι πωλείται στη χονδρική περίπου στα 0,60 ευρώ το κιλό, ενώ τον υπόλοιπο χρόνο η τιµή χονδρικής διαµορφώνεται στα 0,50 ευρώ το κιλό.
Ίδια είναι η τιµή και στη λιανική, καθώς το ραπανάκι πωλείται στη λαϊκή 0,50 ευρώ το κιλό, χαµηλότερα, ωστόσο, σε σχέση µε πρόπερσι, που η τιµή του ήταν 0,70 ευρώ το κιλό.
Από τα αρχαία χρόνια
Το ραπανάκι πιθανότατα προέρχεται από την Ασία, ενώ γνωρίζουµε ότι ήταν µία καλά οργανωµένη καλλιέργεια κατά τους ελληνιστικούς και ρωµαϊκούς χρόνους. Το όνοµά του, ραφανίς (ραπάνι), είναι πιθανό να προέρχεται από σύντµηση των λέξεων ραδίως – φαίνεσθαι (εµφανίζεται γρήγορα) εξαιτίας της γρήγορης ανάπτυξης του φυτού. Οι πιο γνωστές ποικιλίες είναι το κλασικό ραπανάκι Cherry Belle, η κόκκινη ποικιλία French Breakfast, το λευκό ιαπωνικό Daikon, το µαύρο Black Spanish και το Watermelon Radish.
Χαµηλή η παραγωγή µε λιγότερα στρέµµατα
«Χειµωνιάτικο είδος» µπορεί να χαρακτηριστεί το ραπανάκι, αφού το χειµώνα οι καιρικές συνθήκες κρατάνε το προϊόν ενάµιση µήνα στο χωράφι, σε αντίθεση µε το καλοκαίρι, που οι υψηλότερες θερµοκρασίες περιορίζουν το βιολογικό κύκλο της καλλιέργειας στη µία εβδοµάδα.
Ως εκ τούτου, το καλοκαίρι οι παραγωγοί πρέπει να πουλήσουν το ραπανάκι µες σε µία εβδοµάδα, γεγονός δύσκολο δεδοµένης της µειωµένης ζήτησης του προϊόντος. Γι’ αυτό οι παραγωγοί καλλιεργούν λιγότερα στρέµµατα το χειµώνα απ’ ό,τι το καλοκαίρι. Για παράδειγµα, όπως δήλωσε στην Agrenda o Μελέτης Κουστέρης, «το χειµώνα καλλιεργώ 2 στρέµµατα ραπανάκι, ενώ το καλοκαίρι 500 τ.µ.».
Ειδικότερα, η φετινή παραγωγή ήταν χαµηλή, καθώς καλλιεργήθηκαν λιγότερα στρέµµατα λόγω της µειωµένης απορρόφησης του προϊόντος από την αγορά. Ωστόσο, η παραγωγή δεν επηρεάστηκε από τις ασθένειες της καλλιέργειας, όπως του περονόσπορου που εµφανίστηκε λόγω των βροχών. Κι αυτό γιατί, όπως επισήµανε ο κ. Κουστέρης, «η ασθένεια εµφανίζεται πάνω στα φύλλα, τα οποία τα πετάµε, ενώ το κεφάλι (ριζοκόνδυλος) δεν επηρεάζεται».
Τέλος, το κόστος παραγωγής της καλλιέργειας κυµαίνεται στα 500 ευρώ το στρέµµα, ενώ για την οµαλή ανάπτυξη του ριζοκόνδυλου πρέπει το έδαφος να µην έχει πέτρες, που εµποδίζουν την ανάπτυξή του.
ΠΗΓΗ www.agronews.gr