Πέμπτη 4 Νοεμβρίου 2010

Η βία στην καθημερινότητα

WesselΤι είναι αυτό που γεννάει τη βία μέσα μας; Γιατί το ανθρώπινο είδος έχει μια ιδιαίτερη επίδοση στη βία καθαυτή; Κάτω από ποιες συνθήκες ευδοκιμεί η βία; Τα παραπάνω είναι ερωτήματα που ζητούν να φτάσουν στην αιτία του φαινομένου της βίας και θα μπορούσαν να υπάρξουν πολύ περισσότερα. Αυτό που έχει σημασία να εξετάσουμε και να ανακαλύψουμε είναι ο μηχανισμός της βίας.
Βία είναι η πρόκληση πόνου στον άλλο ή με απειλή πόνου ή θανάτου στέρηση της ελευθερίας του. Ο πόνος μπορεί να είναι σωματικός, συγκινησιακός ή και ακόμη νοητικός, και η βία δεν είναι απαραίτητα σωματική αλλά μπορεί και να είναι φραστική.
Η βία κατ’ αρχήν γεννιέται μέσα στο μυαλό μας. Μέσα στο νου μας και είναι δύο ειδών:
1) η αντανακλαστική βία. Η βία δηλαδή που γεννιέται ως αντίδραση σε ερεθίσματα από το περιβάλλον και συνήθως είναι αμυντική. Εδώ η βία είναι κυρίως μια συγκινησιακή αντίδραση ή ακόμη και καθαρά ενστικτώδης για την προστασία της σωματικής μας ή βουλητικής μας ακεραιότητας. (για παράδειγμα ο έντονος θυμός από μία ζημία που προξένησαν σε βάρος μας ή η βίαιη αντίδραση στη φραστική επίθεση κάποιου, ή η βίαιη αντίδραση για λόγους άμυνας της κοινωνίας απέναντι στον εγκληματία ή κακούργο, με θεσμούς που στερούν την ελευθερία του με τον εγκλεισμό του στη φυλακή).

2) η έμφυτη και ενεργητική βία. Αυτή η όψη της βίας μπορεί να γίνει πολύ επικίνδυνη γιατί προκύπτει από μια ιδιαίτερα χωριστική-διαιρετική στάση απέναντι στον άλλον. Έχει περισσότερο νοητικά χαρακτηριστικά, δηλαδή προκύπτει μέσα από συγκεκριμένη ιδεολογία και προσπαθεί να είναι εκλογικευμένη. Πχ ο χουλιγκανισμός, η βία της Κου Κλουξ Κλαν, η ναζιστική θηριωδία ή ακόμη και η στάση του ανθρώπου απέναντι στο περιβάλλον ή στα ζώα εκτροφής κλπ.

Το φαινόμενο της βίας μπορεί να εξεταστεί στο ψυχολογικό επίπεδο (μιλώντας πάντα ως προς τα αίτιά του) και έχει να κάνει με την ατομική ψυχοσύνθεση, τα ένστικτα και πλευρές του χαρακτήρα που συνδέονται με συνειδητές ή ασύνειδες εμπειρίες. Μπορεί όμως και να εξεταστεί σε κοινωνικό επίπεδο. Στο κοινωνικό επίπεδο το φαινόμενο της βίας γεννιέται μέσα από ιστορικές ή μυθολογικές ταυτίσεις, μέσα από την κοινωνική αδικία, από την εξουσία και την πάλη γι’ αυτήν, από κοινωνικές, οικονομικές ή άλλου τύπου διεκδικήσεις ή αντεκδικήσεις, από αχρείες ιδεολογίες και δεδομένες αντιλήψεις.
Η βία ασκείται συνήθως από τον πιο ισχυρό στον πιο αδύναμο και σπανιότερα από το δεύτερο προς τον πρώτο.

Γιατί όμως ασκούμε ή προσφεύγουμε στη βία; Ασφαλώς η βία έχει το σπέρμα της αντικοινωνικότητας και συνήθως καταδεικνύει μια αντικοινωνική συμπεριφορά. Αλλά (με εξαίρεση ελάχιστες περιπτώσεις) κάθε άνθρωπος προσπαθεί να δικαιολογήσει την αιτία μιας βίαιης πράξης του όταν η κοινωνία τον καλεί να απολογηθεί. Χωρίς δίκαιο λόγο οποιαδήποτε βίαιη πράξη θεωρείται ιδιαιτέρως απεχθής και ο πιο στυγερός εγκληματίας δεν αντέχει το βάρος της ηθικής και κοινωνικής του απαξίωσης από την κοινωνία. Ακόμα κι αυτός θα ψάξει να βρει δικαιολογίες των πράξεών του. Ο Λόγος είναι η φύση του και δεν μπορεί να τον παραβλέψει γιατί είναι σα να παραβλέπει τον ίδιο του τον εαυτό.

Αλλά ο Λόγος είναι κατά βάση κοινωνικότητα. Απαιτεί σχέσεις είναι σχέση. Προσδίδει αξία στον άλλο. Αξία τόσο θεμελιώδη που κανείς δε θα μπορούσε να αντέξει για πολύ χωρίς να διαλυθεί ψυχοσωματικά σε απόλυτη απομόνωση ακόμη και αν έχει άφθονη τροφή και νερό. Και για όσο διάστημα θα άντεχε, αυτό θα γινόταν μέσα από τις αναμνήσεις των σχέσεών του με άλλους ή με τη φαντασιακή παρουσία άλλων.

Πώς όμως η βία που είναι (όπως είναι ευρέως αποδεκτό) παράλογη είναι τόσο πλατιά διαδεδομένη και τόσο συχνή στις διαπροσωπικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές μας σχέσεις. Υπάρχει μια θεμελιώδης αντιφατικότητα, τόσο θεμελιώδης που στην ουσία στρέφεται κατά της ίδιας της ύπαρξής μας. Είναι δηλαδή μια αυτοκαταστροφική στάση στην ουσία της. Κατά ένα τρόπο η βία που φαινομενικά επιχειρεί να βλάψει τον άλλον βλάπτει με βαθύτερο και γι’ αυτό πιο ουσιαστικό τρόπο τον ίδιο μας τον εαυτό.

Ίσως πρέπει να διαχωρίσουμε εδώ τη βία από την άμυνα. Πράγματι η μη βία απέναντι σε μια ναζιστική εισβολή ή σε ένα ρατσιστικό προγκρόμ δεν είναι μια «ηθική» στάση. Και δεν είναι γιατί ουσιαστικά συμπράττει με το δυνατό έναντι του αδυνάμου. Γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση το να μην πάρεις θέση είναι σύμπραξη.

Στο συγκεκριμένο εγείρονται ερωτήματα του τύπου, και αν ο δυνατός ισχυρίζεται ότι είναι ο αδύναμος και ότι ουσιαστικά η βία που ασκεί είναι άμυνα; Απλό παράδειγμα η ιεροεξεταστική δικαιολόγηση κάποιων δογμάτων (θρησκευτικών ή πολιτικών) του παρελθόντος ότι διώκονταν από αιρετικές θέσεις που είχαν την υποστήριξη είτε του σατανά, είτε κάποιων σκοτεινών πολιτικών δυνάμεων και γι’ αυτό θα έπρεπε να ασκήσουν βία σ’ αυτούς που τις εξέφραζαν.

Εδώ συνήθως αυτός που είναι διαλλακτικότερος, που σέβεται τις βασικές αρχές των δικαιωμάτων, που είναι ανεκτικός και όχι χωριστικός, που σέβεται την αρχή της ελευθερίας, κατά πάσα πιθανότητα είναι το θύμα. Αλλά εδώ βρίσκεται και η ευθύνη του καθενός: στην ανάπτυξη εκείνης της διάκρισης μέσα του αλλά και μέσα στην κοινωνία που θα μπορεί να αναγνωρίζει το αβλαβές από το αντικοινωνικό, την αλήθεια από το ψεύδος, το πραγματικό από το απατηλό.

Γιώργος Μαυρουλέας, Πολιτικός Επιστήμονας,
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
gmavrouleas@solon.org.gr