Προς τους βορείους πρόποδες των Γερανείων, σε πευκόφυτο πλαγιά, ανυψώνεται ή Ιερά Μονή του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου, του Μακρινού.
Ευρίσκεται σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων από της θαλάσσης και σε υψόμετρο 200 μέτρων. Ή Μονή, ως άλλο αγιορείτικο μοναστικό συγκρότημα, έχουσα ύψος τεσσάρων ορόφων, ορθούται φρουρός της πίστεως και προμαχών της ορθοδοξίας. Φαίνεται να καρτερεί στο μέσον της ερήμου, σελαγίζουσα τους πόθους των μοναχών, οί οποίοι «εν σιγή» μυσταγωγούνται εις τα βάθη του Πνεύματος.
Ως προβάλλει μακρόθεν κατάλευκος εν μέσω του θαλερού πευκώνος, με τα υψίκομα κυπαρίσσια ν' ανατείνωνται στους ουρανούς, ως δεητικά σύμβολα κάποιου άλλου κόσμου, δημιουργεί θεσπέσια εντύπωση στον προσκυνητή και τον προσκαλεί να συμμετάσχει στην λατρευτική ζωήν των μοναχών.
Ό συνδυασμός των πέριξ ορεινών κορυφογραμμών με τον προς βορρά εκτεινόμενον κόλπον του Κορινθιακού, συνθέτει θαυμαστόν ορίζοντα και προκαλεί τον προσκυνητή σε δοξολογίαν του Δημιουργού.
Ή θέα της θαλάσσης φέρει τον νουν άλλοτε εις του πρόσκαιρου βίου τας μεταβολάς από γαλήνη εις τρικυμία και άλλοτε εις την απεραντοσύνη του πελάγους της θείας αγάπης.
Ή Μονή, σε απόσταση 22 χιλιομέτρων ΒΔ από την πόλιν των Μεγάρων, ανήκει εκκλησιαστικής στην Μητρόπολιν Μεγάρων και Σαλαμίνος.
Δια να φθάσει κανείς σε αυτήν, μπορεί να ακολουθήσει τον δρόμο του Χανίου, ό οποίος διέρχεται μέσω των μεγαρικών ελαιώνων και αμπελώνων και καταλήγει σε δασώδη περιοχή, μαγευτική δια τας χαράδρας της και την ποικιλίαν της εναλλαγής του τοπίου.
Όσον εισέρχεται κανείς εις τας απόκρημνους δασώδεις περιοχές, αισθάνεται δέος κατεχόμενος από την μυσταγωγική επίδραση της ερημικής φύσεως.
Υπάρχει και δεύτερος δρόμος, με εξ ίσου ωραία φύσιν και ποικιλόμορφον, κατά 8 χλμ. μακρύτερος, διερχόμενος από τις ακτές του Αλεποχωρίου, αι οποίαι διακρίνονται δια την καθαρότητα της θαλάσσης και το περίφημο ηλιοβασίλεμα.
Λόγω της μεγάλης αποστάσεως της Μονής εκ των Μεγάρων εδόθη εις αυτήν ή προσωνυμία «Μακρινός», σε αντιδιαστολή προς τους άλλους ναούς του Άγιου Ιωάννου, πού ευρίσκονται εντός και πλησίον της πόλεως.
Ή προσωνυμία αύτη ευρίσκεται ήδη σε χειρόγραφο αφιερώσεως Ευαγγελίου του 1754.
Ευρίσκεται σε απόσταση 3,5 χιλιομέτρων από της θαλάσσης και σε υψόμετρο 200 μέτρων. Ή Μονή, ως άλλο αγιορείτικο μοναστικό συγκρότημα, έχουσα ύψος τεσσάρων ορόφων, ορθούται φρουρός της πίστεως και προμαχών της ορθοδοξίας. Φαίνεται να καρτερεί στο μέσον της ερήμου, σελαγίζουσα τους πόθους των μοναχών, οί οποίοι «εν σιγή» μυσταγωγούνται εις τα βάθη του Πνεύματος.
Ως προβάλλει μακρόθεν κατάλευκος εν μέσω του θαλερού πευκώνος, με τα υψίκομα κυπαρίσσια ν' ανατείνωνται στους ουρανούς, ως δεητικά σύμβολα κάποιου άλλου κόσμου, δημιουργεί θεσπέσια εντύπωση στον προσκυνητή και τον προσκαλεί να συμμετάσχει στην λατρευτική ζωήν των μοναχών.
Ό συνδυασμός των πέριξ ορεινών κορυφογραμμών με τον προς βορρά εκτεινόμενον κόλπον του Κορινθιακού, συνθέτει θαυμαστόν ορίζοντα και προκαλεί τον προσκυνητή σε δοξολογίαν του Δημιουργού.
Ή θέα της θαλάσσης φέρει τον νουν άλλοτε εις του πρόσκαιρου βίου τας μεταβολάς από γαλήνη εις τρικυμία και άλλοτε εις την απεραντοσύνη του πελάγους της θείας αγάπης.
Ή Μονή, σε απόσταση 22 χιλιομέτρων ΒΔ από την πόλιν των Μεγάρων, ανήκει εκκλησιαστικής στην Μητρόπολιν Μεγάρων και Σαλαμίνος.
Δια να φθάσει κανείς σε αυτήν, μπορεί να ακολουθήσει τον δρόμο του Χανίου, ό οποίος διέρχεται μέσω των μεγαρικών ελαιώνων και αμπελώνων και καταλήγει σε δασώδη περιοχή, μαγευτική δια τας χαράδρας της και την ποικιλίαν της εναλλαγής του τοπίου.
Όσον εισέρχεται κανείς εις τας απόκρημνους δασώδεις περιοχές, αισθάνεται δέος κατεχόμενος από την μυσταγωγική επίδραση της ερημικής φύσεως.
Υπάρχει και δεύτερος δρόμος, με εξ ίσου ωραία φύσιν και ποικιλόμορφον, κατά 8 χλμ. μακρύτερος, διερχόμενος από τις ακτές του Αλεποχωρίου, αι οποίαι διακρίνονται δια την καθαρότητα της θαλάσσης και το περίφημο ηλιοβασίλεμα.
Λόγω της μεγάλης αποστάσεως της Μονής εκ των Μεγάρων εδόθη εις αυτήν ή προσωνυμία «Μακρινός», σε αντιδιαστολή προς τους άλλους ναούς του Άγιου Ιωάννου, πού ευρίσκονται εντός και πλησίον της πόλεως.
Ή προσωνυμία αύτη ευρίσκεται ήδη σε χειρόγραφο αφιερώσεως Ευαγγελίου του 1754.