Στην Ερώτησή τους, πιο συγκεκριμένα, οι κομμουνιστές βουλευτές σημειώνουν:
«Η πολιτιστική πολιτική των Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης είναι σημαντική για τον προσανατολισμό και την πορεία της σύγχρονης τέχνης στη χώρα μας, δεδομένου ότι η δράση ενός τέτοιου μουσείου δίνει αισθητική κατεύθυνση στα εικαστικά πράγματα, επηρεάζοντας τους καλλιτέχνες και το φιλότεχνο κοινό, την κοινωνία.
Στις 11/12/08, το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) ψήφισε κατά πλειοψηφία τον Εσωτερικό Κανονισμό Προμηθειών (ΕΚΠ) του Μουσείου.
Στο τεχνικό κείμενο του ΕΚΠ έχουν εισαχθεί δύο προσθήκες, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τα δεδομένα που θέτουν οι νόμοι 2557/1997 και 3658/2008 για τις αρμοδιότητες της διοίκησης του Μουσείου.
Η μία προσθήκη που ψηφίστηκε στον ΕΚΠ την 11/12/08 έχει ως εξής: "4.(γ) (...) Συμβάσεις προμηθειών έργων τέχνης μέχρι του ποσού των ευρώ δέκα πέντε χιλιάδων (ευρώ 15.000), συνάπτονται με απόφαση του Διευθυντή ακόμα και χωρίς έγγραφη σύμβαση (πώληση με τιμολόγια), στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του όπως αυτές καθορίζονται από το ν. 3658/2008".
Η επιλογή και αγορά έργων Τέχνης είναι μέρος της χάραξης της πολιτιστικής πολιτικής, που ο νόμος αναθέτει αποκλειστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο μετέχει και εκπρόσωπος του συλλογικού φορέα των 5.000 εικαστικών καλλιτεχνών, του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος: "Στο ΔΣ ανήκει ιδίως η αρμοδιότητα για τη χάραξη της πολιτιστικής πολιτικής του Μουσείου".
Η αγορά έργων Τέχνης είναι μέρος της πολιτιστικής πολιτικής του Μουσείου τόσο σοβαρό, ώστε ο ν. 2557/1997 ρητά αναφέρει: "γ. XIV. Με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού, μετά από πρόταση του ΔΣ καθορίζεται η ιδιαίτερη κατεύθυνση των δύο Μουσείων σε σχέση με τις συλλογές τους και το πρόγραμμα απόκτησης νέων έργων", δίνοντας στο ΔΣ και την αποκλειστική αρμοδιότητα εφαρμογής αυτής της κατεύθυνσης.
Μ' αυτή την προσθήκη στον Εσωτερικό Κανονισμό, ακυρώνεται η ευθύνη, που ρητά αναθέτει ο νόμος στο διοικητικό όργανο του Μουσείου: "ι. Η αγορά έργων Τέχνης γίνεται με απόφαση του ΔΣ μετά από εισήγηση του Διευθυντή". Σημειώνεται ότι το σημείο αυτό του ν. 3658/2008 αφορά στην αρμοδιότητα του Διευθυντή να "εγκρίνει τις λειτουργικές δαπάνες στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το ΔΣ ετήσιου προϋπολογισμού", και όχι στο να ασκεί πολιτιστική πολιτική, όπως παραπλανητικά ερμηνεύεται στον ΕΚΠ.
Με την προσθήκη μεταφέρονται πολιτικές εξουσίες στον Διευθυντή, χωρίς ταυτόχρονα ο νόμος να τον καθιστά υπεύθυνο για τις πράξεις του. Η ευθύνη της διοίκησης σύμφωνα με το νόμο, και ιδιαίτερα με την τροποποίηση 3658/2008, ανήκει αποκλειστικά στο ΔΣ.
Με την προσθήκη στον εσωτερικό κανονισμό, ο Διευθυντής θα μπορεί να δαπανά το σύνολο του ετησίως προϋπολογιζόμενου ποσού για αγορά έργων Τέχνης χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου από το ΔΣ, τεμαχίζοντας το ποσό του προϋπολογισμού σε τιμολόγια μέχρι 15.000 ευρώ τη φορά. Μ' αυτό τον τρόπο μπορεί να καθορίζει και "την ιδιαίτερη κατεύθυνση" των συλλογών του Μουσείου μόνος του. Θα μπορεί επίσης να χειρίζεται αυτό το προνόμιο, που παρανόμως του δίδεται, με τρόπο που να διαμορφώνει και περιβάλλοντα (ομάδες καλλιτεχνών, θεωρητικών, συλλεκτών, κλπ.) για την προσωπική του υποστήριξη.
Η δεύτερη προσθήκη: "4. (β) Περαιτέρω, συμβάσεις προμηθειών, έργων ή υπηρεσιών των οποίων ο ενδεικτικός προϋπολογισμός είναι ίσος ή κατώτερος των τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (35.000 ευρώ) μη συνυπολογιζόμενου του αναλογούντος ΦΠΑ, ανατίθενται με απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΣΤ ή του Διευθυντή στον οικονομικό φορέα της επιλογής τους ακόμα και χωρίς έγγραφη σύμβαση (αγορά με τιμολόγια)".
Και με αυτή την προσθήκη παρέχεται η δυνατότητα στον Πρόεδρο ή τον Διευθυντή να δαπανούν το σύνολο του ετησίως προϋπολογιζόμενου ποσού για τη λειτουργία του ΕΜΣΤ, προμηθειών που αφορούν σε εκθεσιακές δραστηριότητες κλπ., ερήμην του ΔΣ, όπως στην ουσία γίνεται μέχρι σήμερα.
Πίσω από κάθε δαπάνη δε βρίσκεται μόνο το ηθικό ζήτημα του τρόπου διαχείρισής της, αλλά, και κύρια, το ηθικό ζήτημα του σκοπού που υπηρετεί η εκάστοτε δαπάνη.
Οι δύο προσθήκες θέτουν σοβαρό ζήτημα α) παραβίασης του νόμου του Μουσείου, και β) ηθικής τάξης, τόσο στο επίπεδο της διαφάνειας στη διαχείριση, όσο και στο επίπεδο της διαφάνειας του σκοπού.
Θέτουν, δηλαδή, τη βάση, πάνω στην οποία, νόμιμα υποτίθεται, θα λειτουργεί η συναλλαγή. Συναλλαγή με συμφέροντα πολλών ειδών, καθιστώντας το Εθνικό Μουσείο χώρο εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. υπουργός:
· Τι μέτρα θα πάρει για την αποτροπή των διαδικασιών εκείνων που καθιστούν το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης πεδίο αδιαφάνειας και διαχείρισης οικονομικών συμφερόντων στο χώρο των εικαστικών τεχνών και που δίνουν υπερεξουσίες στον Διευθυντή να χαράζει πολιτιστική πολιτική μέσω των αγορών του Μουσείου ερήμην του ΔΣ;
· Τι μέτρα θα πάρει ώστε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης να γίνει χώρος ανάδειξης, τεκμηρίωσης και παρουσίασης του σύγχρονου καλλιτεχνικού γίγνεσθαι του τόπου μας στο σύνολό του, μέσα από αγορές μετά από ανοιχτές προσκλήσεις ενδιαφέροντος και κρίσεις με διαφάνεια, από κριτικές επιτροπές στις οποίες να εκπροσωπούνται οι εικαστικοί καλλιτέχνες με κριτές αιρετούς (σύμφωνα με τον ν. 1218/81);».
Στις 11/12/08, το Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ) του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ) ψήφισε κατά πλειοψηφία τον Εσωτερικό Κανονισμό Προμηθειών (ΕΚΠ) του Μουσείου.
Στο τεχνικό κείμενο του ΕΚΠ έχουν εισαχθεί δύο προσθήκες, οι οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τα δεδομένα που θέτουν οι νόμοι 2557/1997 και 3658/2008 για τις αρμοδιότητες της διοίκησης του Μουσείου.
Η μία προσθήκη που ψηφίστηκε στον ΕΚΠ την 11/12/08 έχει ως εξής: "4.(γ) (...) Συμβάσεις προμηθειών έργων τέχνης μέχρι του ποσού των ευρώ δέκα πέντε χιλιάδων (ευρώ 15.000), συνάπτονται με απόφαση του Διευθυντή ακόμα και χωρίς έγγραφη σύμβαση (πώληση με τιμολόγια), στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του όπως αυτές καθορίζονται από το ν. 3658/2008".
Η επιλογή και αγορά έργων Τέχνης είναι μέρος της χάραξης της πολιτιστικής πολιτικής, που ο νόμος αναθέτει αποκλειστικά στο Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο μετέχει και εκπρόσωπος του συλλογικού φορέα των 5.000 εικαστικών καλλιτεχνών, του Επιμελητηρίου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος: "Στο ΔΣ ανήκει ιδίως η αρμοδιότητα για τη χάραξη της πολιτιστικής πολιτικής του Μουσείου".
Η αγορά έργων Τέχνης είναι μέρος της πολιτιστικής πολιτικής του Μουσείου τόσο σοβαρό, ώστε ο ν. 2557/1997 ρητά αναφέρει: "γ. XIV. Με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού, μετά από πρόταση του ΔΣ καθορίζεται η ιδιαίτερη κατεύθυνση των δύο Μουσείων σε σχέση με τις συλλογές τους και το πρόγραμμα απόκτησης νέων έργων", δίνοντας στο ΔΣ και την αποκλειστική αρμοδιότητα εφαρμογής αυτής της κατεύθυνσης.
Μ' αυτή την προσθήκη στον Εσωτερικό Κανονισμό, ακυρώνεται η ευθύνη, που ρητά αναθέτει ο νόμος στο διοικητικό όργανο του Μουσείου: "ι. Η αγορά έργων Τέχνης γίνεται με απόφαση του ΔΣ μετά από εισήγηση του Διευθυντή". Σημειώνεται ότι το σημείο αυτό του ν. 3658/2008 αφορά στην αρμοδιότητα του Διευθυντή να "εγκρίνει τις λειτουργικές δαπάνες στο πλαίσιο του εγκεκριμένου από το ΔΣ ετήσιου προϋπολογισμού", και όχι στο να ασκεί πολιτιστική πολιτική, όπως παραπλανητικά ερμηνεύεται στον ΕΚΠ.
Με την προσθήκη μεταφέρονται πολιτικές εξουσίες στον Διευθυντή, χωρίς ταυτόχρονα ο νόμος να τον καθιστά υπεύθυνο για τις πράξεις του. Η ευθύνη της διοίκησης σύμφωνα με το νόμο, και ιδιαίτερα με την τροποποίηση 3658/2008, ανήκει αποκλειστικά στο ΔΣ.
Με την προσθήκη στον εσωτερικό κανονισμό, ο Διευθυντής θα μπορεί να δαπανά το σύνολο του ετησίως προϋπολογιζόμενου ποσού για αγορά έργων Τέχνης χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου από το ΔΣ, τεμαχίζοντας το ποσό του προϋπολογισμού σε τιμολόγια μέχρι 15.000 ευρώ τη φορά. Μ' αυτό τον τρόπο μπορεί να καθορίζει και "την ιδιαίτερη κατεύθυνση" των συλλογών του Μουσείου μόνος του. Θα μπορεί επίσης να χειρίζεται αυτό το προνόμιο, που παρανόμως του δίδεται, με τρόπο που να διαμορφώνει και περιβάλλοντα (ομάδες καλλιτεχνών, θεωρητικών, συλλεκτών, κλπ.) για την προσωπική του υποστήριξη.
Η δεύτερη προσθήκη: "4. (β) Περαιτέρω, συμβάσεις προμηθειών, έργων ή υπηρεσιών των οποίων ο ενδεικτικός προϋπολογισμός είναι ίσος ή κατώτερος των τριάντα πέντε χιλιάδων ευρώ (35.000 ευρώ) μη συνυπολογιζόμενου του αναλογούντος ΦΠΑ, ανατίθενται με απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου του ΕΜΣΤ ή του Διευθυντή στον οικονομικό φορέα της επιλογής τους ακόμα και χωρίς έγγραφη σύμβαση (αγορά με τιμολόγια)".
Και με αυτή την προσθήκη παρέχεται η δυνατότητα στον Πρόεδρο ή τον Διευθυντή να δαπανούν το σύνολο του ετησίως προϋπολογιζόμενου ποσού για τη λειτουργία του ΕΜΣΤ, προμηθειών που αφορούν σε εκθεσιακές δραστηριότητες κλπ., ερήμην του ΔΣ, όπως στην ουσία γίνεται μέχρι σήμερα.
Πίσω από κάθε δαπάνη δε βρίσκεται μόνο το ηθικό ζήτημα του τρόπου διαχείρισής της, αλλά, και κύρια, το ηθικό ζήτημα του σκοπού που υπηρετεί η εκάστοτε δαπάνη.
Οι δύο προσθήκες θέτουν σοβαρό ζήτημα α) παραβίασης του νόμου του Μουσείου, και β) ηθικής τάξης, τόσο στο επίπεδο της διαφάνειας στη διαχείριση, όσο και στο επίπεδο της διαφάνειας του σκοπού.
Θέτουν, δηλαδή, τη βάση, πάνω στην οποία, νόμιμα υποτίθεται, θα λειτουργεί η συναλλαγή. Συναλλαγή με συμφέροντα πολλών ειδών, καθιστώντας το Εθνικό Μουσείο χώρο εξυπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων.
ΕΡΩΤΑΤΑΙ ο κ. υπουργός:
· Τι μέτρα θα πάρει για την αποτροπή των διαδικασιών εκείνων που καθιστούν το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης πεδίο αδιαφάνειας και διαχείρισης οικονομικών συμφερόντων στο χώρο των εικαστικών τεχνών και που δίνουν υπερεξουσίες στον Διευθυντή να χαράζει πολιτιστική πολιτική μέσω των αγορών του Μουσείου ερήμην του ΔΣ;
· Τι μέτρα θα πάρει ώστε το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης να γίνει χώρος ανάδειξης, τεκμηρίωσης και παρουσίασης του σύγχρονου καλλιτεχνικού γίγνεσθαι του τόπου μας στο σύνολό του, μέσα από αγορές μετά από ανοιχτές προσκλήσεις ενδιαφέροντος και κρίσεις με διαφάνεια, από κριτικές επιτροπές στις οποίες να εκπροσωπούνται οι εικαστικοί καλλιτέχνες με κριτές αιρετούς (σύμφωνα με τον ν. 1218/81);».