Σε απάντηση της ερώτησης (Αρ. Πρωτ. 11697/18.12.08) που κατατέθηκε από τον Βουλευτή Αττικής Βασίλη Οικονόμου και από άλλους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ, αναφορικά με αντικατάσταση του ενός και δύο ευρώ με αντίστοιχα χαρτονομίσματα, o Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Γ. Παπαθανασίου, μας παρέπεμψε στην Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου, η οποία μας παρέπεμψε στην Διεύθυνση Ταμείων της Τράπεζας της Ελλάδος. Ο Διευθυντής Ταμείων, κ. Απ. Κακαβούτης, μας ανέφερε τα εξής: «Σχετικά με το πρώτο ερώτημα:
Το θέμα της πιθανής έκδοσης τραπεζογραμματίων ευρώ μικρής αξίας, 1 και 2 ευρώ έχει εξεταστεί διεξοδικά από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία έχει το αποκλειστικό δικαίωμα της έκδοσης των τραπεζογραμματίων ευρώ καθώς και του καθορισμού της διάρθρωσης των ονομαστικών τους αξιών.
Συγκεκριμένα, το Διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ, στη Συνεδρίαση της 21ης Οκτωβρίου 2004, αφού αξιολόγησε όλα τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, οι αρνητικές πτυχές της εισαγωγής τραπεζογραμματίων πολύ μικρής ονομαστικής αξίας υπερισχύουν στο σύνολο τους των θετικών.
Τα κύρια στοιχεία που βάρυναν περισσότερο στη λήψη της απόφασης αυτής, ήταν τα προβλήματα προσαρμογής που θα επέφερε η εισαγωγή τέτοιων τραπεζογραμματίων στις συναλλαγές, όπως π.χ. στον τομέα του λιανικού εμπορίου και τη βιομηχανία αυτόματων μηχανημάτων πώλησης αγαθών και υπηρεσιών, καθώς επίσης και το υψηλό κόστος εκτύπωσης και επεξεργασίας τους.
Με βάση τα παραπάνω, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ αποφάσισε να μην αναθεωρήσει τις υφισταμένες ονομαστικές αξίες και να μην εκδώσει τραπεζογραμμάτια του 1 και 2 ευρώ.
Η Διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τη διάρκεια σχετικών με το θέμα συζητήσεων, εκφράζοντας και την άποψη της Κυβέρνησης και της κοινής γνώμης στην Ελλάδα, ετάχθη υπέρ της έκδοσης τραπεζογραμματίων μικρών αξιών, υποστηρίζοντας τα πλεονεκτήματα που θα προέκυπταν για τους συναλλασσόμενους, τη διαμόρφωση των τιμών και την εν γένει κυκλοφορία του ενιαίου νομίσματος.
Σχετικά με το δεύτερο ερώτημα:
Η ποσότητα των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία και ειδικότερα οι ποσότητες των επιμέρους ονομαστικών αξιών, υπαγορεύονται κατά βάση από τη ζήτηση της αγοράς είτε για λόγους συναλλακτικούς, είτε αποταμίευσης.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία της νομισματικής κυκλοφορίας προκύπτει ότι η ζήτηση των ευρώ μετακυλύετε διαχρονικά και σταδιακά, από τα τραπεζογραμμάτια μικρής ονομαστικής αξίας στα τραπεζογραμμάτια μεγάλης ονομαστικής αξίας. Η τάση αυτή ισχύει γενικότερα στην Ευρωζώνη, συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής αγοράς και δικαιολογείται από τις συναλλακτικές προτιμήσεις και πρακτικές του ευρύτερου κοινού.
Η Τράπεζα της Ελλάδος έχοντας πάντα στη διάθεση της τις απαιτούμενες ποσότητες όλων των ονομαστικών αξιών για να καλύπτει έγκαιρα και αποτελεσματικά τη ζήτηση, μέριμνα και για την απρόσκοπτη προώθηση τραπεζογραμματίων μικρών αξιών μέσω του δικτύου των τραπεζών».
Είναι γεγονός πως το Υπουργείο αρκέστηκε στο να μας αποστείλει ένα έγγραφο στο οποίο ουσιαστικά παραθέτει το σύνολο των ισχυουσών διατάξεων περί δικαιωμάτων έκδοσης τραπεζογραμματίων ευρώ και διάρθρωσης των ονομαστικών τους αξιών. Η ερώτηση αφορούσε την πρόθεση της Κυβέρνησης να φέρει στη Βουλή το ζήτημα της αντικατάστασης του 1 και 2 ευρώ με αντίστοιχα χαρτονομίσματα και τις απαραίτητες ενέργειες για αυτό.
Οφείλουμε λοιπόν να ενημερώσουμε τον κύριο Υπουργό ότι γνωρίζουμε τους νόμους του ελληνικού κράτους και η ερώτησή μας προήλθε από την γνώση της σχετικής νομοθεσίας. Είναι σαφές ότι χρειάζεται να γνωμοδοτήσει και να αποφασίσει σε τελικό στάδιο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για ένα τέτοιο ζήτημα το οποίο αφορά όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Η ερώτηση όμως επικεντρώνεται περισσότερο στην πρόθεση της Κυβέρνησης να ανοίξει έναν νέο κύκλο συζητήσεων με τους αρμοδίους της Ευρωζώνης και να στηρίξει με σαφές και αποτελεσματικό τρόπο την ανάγκη μιας τέτοιας ενέργειας για την ανακούφιση του μέσου Έλληνα πολίτη. Αισθανόμαστε ικανοποίηση στο άκουσμα ότι η Κυβέρνηση και η Τράπεζα της Ελλάδος τάσσονται υπέρ της έκδοσης τραπεζογραμματίων μικρών αξιών, αλλά ως απλή δήλωση δεν μας καλύπτει. Ποιες ήταν οι ενέργειες τη Κυβέρνησης έτσι ώστε να αποδείξει την αναγκαιότητα αυτή; Πως αντιπαρατέθηκε στα επιχειρήματα της ΕΚΤ περί προβλημάτων στις συναλλαγές; Από την παραπάνω απάντηση φαίνεται πως μέλημα της ΕΚΤ ήταν η διευκόλυνση των βιομηχανιών και της αγοράς.
Όσον αφορά την ποσότητα των τραπεζογραμματίων και συγκεκριμένα την αύξηση κυκλοφορίας των 5 και 10 ευρώ όπως αναφέρεται στην ερώτηση, η απάντηση δεν μας καλύπτει. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, είναι φυσική συνέπεια η μετακύλυση από τα τραπεζογραμμάτια μικρής ονομαστικής αξίας σε αυτά μεγάλης αξίας. Αυτό είναι όμως το ζητούμενο: να βρεθεί μια λύση που να επιβραδύνει την αποδυνάμωση του ελληνικού νοικοκυριού και την αύξηση του πληθωρισμού έτσι ώστε να περάσει η κρίση όσο περισσότερο ανώδυνα είναι εφικτό.
Επομένως, οι πολίτες πρέπει να αντιληφθούν ότι η Κυβέρνηση δεν σκοπεύει να παρέμβει και ότι αρκείται μόνο στην επικοινωνιακή πολιτική που συνηθίζει και δεν έχει σκοπό να συγκρουστεί επί της ουσίας με τα συμφέροντα «των ισχυρών οικονομικών μπλοκ».
Δεδομένου λοιπόν ότι το ζήτημα απασχολεί όλους τους πολίτες, ο Βουλευτής Περιφέρειας Αττικής, Βασίλης Οικονόμου, θα επανέλθει στο ζήτημα ελπίζοντας ότι σύντομα η επόμενη Κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με το όραμα της για μια ανθρώπινη κοινωνία θα μπορέσει να διεκδικήσει τα αυτονόητα και να προτείνει λύσεις που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τα συμφέροντα των πολιτών.